μίλτος

μίλτος
η (ΑΜ μίλτος)
παραλλαγή τού ορυκτού αιματίτη και το παραγόμενο από αυτή κόκκινο χρώμα («τὸ δὲ σῶμα χρίονται μίλτῳ», Ηρόδ.)
αρχ.
1. σχοινί βαμμένο με μίλτο
2. η ερυσίβη
3. μαγική ονομασία τού αίματος
4. ερυθρός μόλυβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίλτος έχει συνδεθεί με το επίθ. μέλας, άποψη ελάχιστα πιθανή τόσο λόγω τής σημασιολογικής απόστασης τών δύο τύπων όσο και επειδή στηρίζεται μορφολογικά σε μια αυθαίρετη υπόθεση για τροπή τού -ε- (μέλας) σε -ι- (μίλτος). Πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για δάνειο τεχνικό όρο άγνωστης προέλευσης. Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στο παράγωγο mitowesa (*μιλτοFεσσαι) «ζωγραφιές με μίλτο». Τέλος, εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Μιλτεύς, Μιλτίας, Μιλτιάδης, Μιλτώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μίλτος — red earth fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλτω — μίλτος red earth fem nom/voc/acc dual μίλτος red earth fem gen sg (doric aeolic) μιλτόω cover with ruddle pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μιλτόω cover with ruddle imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλτοιο — μίλτος red earth fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλτον — μίλτος red earth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλτου — μίλτος red earth fem gen sg μιλτόω cover with ruddle pres imperat act 2nd sg μιλτόω cover with ruddle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλτων — μίλτος red earth fem gen pl μιλτόω cover with ruddle imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μιλτόω cover with ruddle imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλτῳ — μίλτος red earth fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιλτάριον — μιλτάριον, τὸ (ΑΜ) [μίλτος] μσν. το ορυκτό μίλτος αρχ. υποκορ. τού μίλτος …   Dictionary of Greek

  • Miltos Sachtouris — or Miltos Sahtouris (Greek: Μίλτος Σαχτούρης; Athens July 19, 1919 – March 29, 2005 Athens) was a Greek poet. He was a descendant of Giorgos Sachtouris. When he was young he adopted the pen name Miltos Chrysanthis (Μίλτος Χρυσάνθης). Sachtouris… …   Wikipedia

  • μίλτινος — ή, ο (Α μίλτινος, ίνη, ον) [μίλτος] κατασκευασμένος από μίλτο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μίλτινον η μίλτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”